- ἐξεφίεμαι
- ἐξεφίημιenjoinpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξεφίεμαι — ἐξεφίεμαι (Α) [εφίεμαι] διατάζω … Dictionary of Greek
προεξεφίεμαι — και προὐξεφίεμαι Α παραγγέλλω, δίνω εντολή από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξεφίεμαι «διατάζω»] … Dictionary of Greek